καλογροικώ

καλογροικώ
και καλογρικώ
1. ακούω καλά
2. ακούω κάτι με προσοχή
3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + γροικώ «ακούω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”